αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… … Dictionary of Greek
αναγνωστήριο — και τήρι, το (Α ἀναγνωστήριον) [ἀναγνώστης] αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη για διάβασμα σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα κ. λ. π. νεοελλ. σχολικό όργανο για τη διδασκαλία τής ανάγνωσης (ορθός πίνακας) με τρεις ή έξι… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
αναλογείο — και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῑον) εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο) νεοελλ. ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος… … Dictionary of Greek
παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να … Dictionary of Greek
τρισκέλιο — το / τρισκέλιον, ΝΜ, και τρισκέλι Ν [τρίσκελος] εκκλ. φορητό αναλόγιο, πάνω στο οποίο τοποθετείται η εικόνα τού εορταζόμενου αγίου ή ένα από τα ιερά βιβλία τής Εκκλησίας, συνήθως το ευαγγέλιο, για προσκύνησή του από τους πιστούς … Dictionary of Greek
Βαλσαμόνερο — Διαλυμένο μοναστήρι στην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου, κοντά στο χωριό Βόριζα. Σώζεται μόνο η τρίκλιτη εκκλησία του, που τιμάται στο όνομα της Παναγίας, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και του αγίου Φανουρίου. Το εγκάρσιο κλίτος του… … Dictionary of Greek
Διρού, σπήλαια — Ονομασία τριών σπηλαίων στη νότια ακτή του όρμου Διρού. Τα σπήλαια φημίζονται για το φυσικό τους κάλλος, αλλά και για τη γεωλογική, σπηλαιολογική και αρχαιολογική τους αξία. ΑλεπότρυπαΠροϊστορικό σπήλαιο σε ύψος 18 μ. από τη θάλασσα στον Πύργο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… … Dictionary of Greek
Μπουαλό, Νικολά — (Nicolas Boileau, Παρίσι 1636 – 1711). Γάλλος ποιητής και κριτικός. Ο κλασικισμός, που είχε φτάσει στην πλήρη του ωριμότητα την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’, βρήκε στον Μ. τον εγκυρότερο εκλαϊκευτή και θεωρητικό του. Τυπικός εκπρόσωπος της παρισινής… … Dictionary of Greek